- εύστολος
- εὔστολος, -ον (ΑΜ)1. (για πλοία) ευσταλής, καλά εξοπλισμένος2. ευσταλής, με ωραίο παράστημα («ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ εὔστολος»)3. κόσμιος, με αξιοπρεπή και ευγενική συμπεριφορά4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔστολοντο ωραίο παράστημαμσν.1. ασφαλής, βολικός («εὐσταλῆ λιμένα»)2. το ουδ. ως ουσ. ψυχική ευγένεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στολος (< στολή «εξοπλισμός»)].
Dictionary of Greek. 2013.